- ἐδίδαξα
- διδάσκωinstructaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'δίδαξα — ἐδίδαξα , διδάσκω instruct aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδίδαξ' — ἐδίδαξα , διδάσκω instruct aor ind act 1st sg ἐδίδαξε , διδάσκω instruct aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek